Continuo

Κοντίνουο (Greek)

  1. Musical medium
  2. english
    • An instrumental performance practice, typical in baroque music of the 17th and 18th centurie in which one or more instruments (e.g. harpsichord or / pipe organ / lute / theorbo / guitar / regal / harp) improvise a chordal accompaniment from a written bass line. Also known as basso continuo, generalbass, figured bass, thoroughbass, continuo performer.

    • Οργανική ερμηνευτική πρακτική, χαρακτηριστική στη μουσική μπαρόκ του 17ου και 18ου αιώνα, κατά την οποία ένα ή περισσότερα όργανα (π.χ. τσέμπαλο ή / εκκλησιαστικό όργανο / λαούτο / θεόρβη / κιθάρα / ρεγκάλ / άρπα) αυτοσχεδιάζουν μια συγχορδιακή συνοδεία από μια γραπτή γραμμή μπάσου. Γνωστή και ως basso continuo, generalbass, figured bass, thoroughbass, continuo performer.

    • sh85134980
  3. central